Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνηπελίη ἀσθένεια

См. также в других словарях:

  • νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • apelo- —     apelo     English meaning: strength     Deutsche Übersetzung: “Kraft”     Material: Gk. ἀν απελάσας ἀναρρωσθείς Hes., Ion. εὐηπελής “ strong “, Hom. ὀλιγηπελίη “ swoon, Ion. ἀνηπελίη ἀσθένεια Hes., Elis: MN Tευτί απλος (after Prellwitz BB. 24 …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»